- λιθογνωμικός
- -ή, -ό (Α λιθογνωμικός, -ή, -όν)αυτός που γνωρίζει και μπορεί να διακρίνει τους πολύτιμους λίθουςνεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογνώμονααρχ.(το ουδ. ως κύρ. όν.) Λιθογνωμικόνσύγγραμμα τού Φιλοστράτου που αναφέρεται στη γνώση των πολύτιμων λίθων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί λιθογνωμονικός < λιθ(ο)-* + γνωμικός (< γνώμη)].
Dictionary of Greek. 2013.